Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μπορεί να αποτελέσει έναν αποτελεσματικό παράγοντα μείωσης του κινδύνου κατάθλιψης, όπως αποδεικνύει μια πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας. Η έρευνα, η οποία παρακολούθησε 13.738 συμμετέχοντες για δύο δεκαετίες, καταδεικνύει ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες φρούτων νωρίς στη ζωή σχετίζονται με λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης αργότερα. Παρά την έλλειψη αιτιότητας, τα ευρήματα υποδεικνύουν τη σημασία της διατροφής στην ψυχική υγεία, ιδιαίτερα για ηλικιωμένα άτομα.
Τα φρούτα αποτελούν την απάντηση στην κατάθλιψη, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών από την Ιατρική Σχολή Yong Loo Lin του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης. Συγκεκριμένα, συμμετείχαν 13.738 συμμετέχοντες από τη Singapore Chinese Health Study και τέθησαν υπό παρακολούθηση από τη μέση ηλικία έως τη μετέπειτα ζωή τους για περίπου είκοσι χρόνια. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, όσοι κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες φρούτων νωρίτερα στη ζωή τους, εμφάνισαν μειωμένη πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης αργότερα.
Σύμφωνα με μια ολοκληρωμένη νέα μελέτη σε δίδυμα άτομα, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Scientific Reports» και περιλάμβανε συμμετέχοντες από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Δανία και τη Σουηδία, η αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο κατάθλιψης με την πάροδο του χρόνου.
Με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας (UNSW) στην Αυστραλία, η μελέτη ανέλυσε δεδομένα για τη διατροφή και τη διάθεση 3.483 ατόμων. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας 45 χρόνων και άνω, με περιόδους παρακολούθησης έως και 11 ετών.
Η ομάδα διαπίστωσε μια «μέτρια» διαφορά στα συμπτώματα κατάθλιψης μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν υψηλή ποσότητα φρούτων και λαχανικών (κατά μέσο όρο 2,1 και 2 μερίδες την ημέρα αντίστοιχα) και εκείνων που κατανάλωναν μικρή ποσότητα (0,3 και 0,5 κατά μέσο όρο ημερήσιες μερίδες αντίστοιχα). Όταν οι ερευνητές συνέκριναν τη μέτρια πρόσληψη λαχανικών και φρούτων με τη χαμηλή πρόσληψη, η διαφορά στην κατάθλιψη ήταν λιγότερο έντονη.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη μελέτη εξακολουθούσαν να καταναλώνουν λιγότερη ποσότητα λαχανικών και φρούτων από τη συνιστώμενη, η οποία είναι τουλάχιστον πέντε μερίδες την ημέρα.
«Διαπιστώσαμε ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών στις δύο μεγάλες σκανδιναβικές μελέτες ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, με τον μέσο όρο και για τις δύο να είναι λιγότερο από το ήμισυ της συνιστώμενης πρόσληψης», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Άναμπελ Μάτισον από το UNSW.
«Δεν είναι ξεκάθαρο ποια θα ήταν η μείωση του κινδύνου κατάθλιψης εάν η πρόσληψη αυξανόταν στα συνιστώμενα επίπεδα» πρόσθεσε.
Αν και τα δεδομένα δεν είναι αρκετά λεπτομερή για να αποδείξουν αιτιότητα– η σωματική άσκηση, για παράδειγμα, δεν συμπεριλήφθηκε στην ανάλυση – το σχετικά μεγάλο μέγεθος δείγματος και η μελέτη των δίδυμων ατόμων υποδηλώνουν ότι υπάρχει μια συσχέτιση.
Γνωρίζουμε ήδη ότι τα φρούτα και τα λαχανικά έχουν πολλά οφέλη για την υγεία μας. Προηγούμενες μελέτες έχουν ήδη επισημάνει τη σχέση μεταξύ της διατροφής και της κατάθλιψης, καθώς και μεταξύ της κατάθλιψης και της υγείας του εντέρου.
Η ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη είναι επίσης σημαντική: οι καταθλιπτικές διαταραχές τείνουν να κορυφώνονται σε ενήλικες μεταξύ 55 και 75 χρόνων και αυτή η έρευνα δείχνει ότι η κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών είναι δυνητικά ένας απλός τρόπος αντιμετώπισης αυτού του κινδύνου.